συμμαχώ

συμμαχώ
(ε) αμετ. заключать союз; становиться чьим-л. союзником, вступить в союз, объединиться;
όλοι συνεμάχησαν κατά τού εχθρού все объединились против врага

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συμμαχώ" в других словарях:

  • συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχώ — συμμαχώ, συμμάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμμαχώ — συμμάχησα 1. είμαι σύμμαχος κάποιου, συνδέομαι με συμμαχία: Οι Σπαρτιάτες δε δίστασαν να συμμαχήσουν με τους Πέρσες εναντίον των άλλων Ελλήνων. 2. συνεργάζομαι με κάποιον εναντίον κάποιου άλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαχῶ — συμμαχέω to be an ally pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμμαχέω to be an ally pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχῳ — Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχῳ — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμμάχῳ — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμάχῳ — συμμάχῳ , σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχωι — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»